- αποψηχω
- ἀποψήχωArst. = ἀποψάω См. αποψαω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποψήχω — ἀποψήχω (Α) 1. τρίβω με την παλάμη μου 2. σφουγγίζω, καθαρίζω … Dictionary of Greek
προσαποψήχω — Α πιθ. καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποψήχω «καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό, ψύχω εντελώς»] … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek